ψυχομετρία

ψυχομετρία
Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της ως τμήμα της πειραματικής ψυχολογίας, που μετρά την πνευματική ικανότητα, τις επαγγελματικές τάσεις και κλίσεις των ατόμων και ασχολείται με τις τεχνικές εφαρμογές και τις μεθόδους έρευνας με τις οποίες γίνεται η μέτρηση της έντασης, της διάρκειας και της συχνότητας των στοιχειωδών λειτουργιών. Πρώτος ο Χέλμχολτς πέτυχε να μετρήσει την ταχύτητα του νευρικού κύματος ή παλμού στο σώμα των ζώων και του ανθρώπου (με σημαντικές μεταβολές που κυμαίνονται από 4 έως 50 μέτρα ανά δευτερόλεπτο). Με ένα ρολόι ακριβείας (χρονογράφος του Χιπ), που μετρά τα εκατοστά και τα χιλιοστά του δευτερολέπτου, είναι δυνατόν να μετρηθεί σε διάφορα άτομα ο χρόνος αντίδρασης στους ερεθισμούς ή προσωπική εξίσωση –χρόνος ανάμεσα στην ενέργεια του ερεθισμού και στην εκτέλεση της κίνησης– γεγονός που έχει πολύ μεγάλη σημασία για τις εφαρμογές της ψυχοτεχνικής. Η αναγνώριση του ερεθισμού συνεπάγεται με τη σειρά της μια ψυχική πράξη πληρέστερη από τον απλό συντονισμό μεταξύ της λειτουργίας του αισθητηρίου όργανου και της βουλητικής κινητικής διαδικασίας. Ο χρόνος αντίληψης παρουσιάζεται έτσι μακρότερος από τον χρόνο της αντίδρασης. Ακόμα περισσότερο πολύπλοκος παρουσιάζεται ο χρόνος νοητικού συνειρμού, χρόνος αναγκαίος για λιγότερο απλές ψυχικές ενέργειες. Ο χρόνος αντίδρασης ποικίλλει κατά πολύ αισθητό τρόπο, ανάλογα με τη φύση και την ενέργεια του εξωτερικού σήματος και ανάλογα με την κίνηση με την οποία το άτομο πρέπει να απαντήσει σε αυτό. Όταν οι συνθήκες είναι όμοιες, έχουμε σημαντικές ατομικές διαφορές χρόνου αντίδρασης, που σχετίζονται με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ζωτικότητα του υποκειμένου. Ακόμα και στο ίδιο άτομο και υπό όμοιες πειραματικές συνθήκες, προκύπτουν σημαντικές διαφορές: αυτές εξαρτώνται πραγματικά από την προσοχή του ατόμου, δηλαδή από τον βαθμό που είναι προετοιμασμένο να δεχτεί το σήμα. Η ύπαρξη ενός ατομικού συντελεστή στην αντίδραση στο εξωτερικό σήμα σημειώθηκε για πρώτη φορά από τους αστρονόμους: πραγματικά, οι χρόνοι του περάσματος των αστέρων παρουσιάζονταν σημαντικά διαφορετικοί, ανάλογα με τους παρατηρητές. Αποκαλύφθηκε επίσης η σημασία της θέσης του σώματος για την ταχύτητα των αντιδράσεων του υποκειμένου: όσο πιο άβολη, όσο πιο διαφορετική από τις συνηθισμένες είναι η θέση του σώματος, τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο χρόνος αντίδρασης. Σημαντικές επίσης μεταβολές του χρόνου αυτού παρατηρούνται με κάθε απρόοπτη αλλαγή της θέσης του σώματος, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία κυρίως για τη φυσιολογία της αεροπορίας. Η ψ. υποδιαιρείται από μερικούς επιστήμονες σε ψυχοφυσική, που μετρά την ακρίβεια των αισθήσεων σχετικά με τους ερεθισμούς, σε ψυχοχρονομετρία, που μετρά τους χρόνους των ψυχικών αντιδράσεων, σε ψυχοδυναμική, που είναι η δυναμογενής μέτρηση των ψυχικών φαινομένων και, τέλος, σε ψυχοστατιστική, τον στατιστικό δηλαδή υπολογισμό της συχνότητας των φαινομένων αυτών. ΨYXOMETΡIA Ένα πολύ συνηθισμένο πείραμα ψυχολογίας χρησιμοποιεί διαδοχικές εικόνες, για να μας πληροφορήσει την ικανότητα ενός ατόμου να διακρίνει, τις μεταξύ τους διαφορές. Το πείραμα γίνεται με την παρουσίαση των τριών σκίτσων για ελάχιστο χρονικό διάστημα, ώστε να καταμετρηθεί η παρατηρητικότητα του ατόμου και η μνήμη των λεπτομερειών.
* * *
η, Ν
(ψυχολ.) συστηματική χρήση δοκιμασιών για την ποσοτική μέτρηση τής ψυχοφυσικής συμπεριφοράς, τών ικανοτήτων και προβλημάτων, καθώς και για τη διατύπωση προβλέψεων σχετικά με την επίδοση ενός ατόμου ή συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχομετρικός — ή, όν, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχολογία («ψυχολογική έρευνα») 2. ψυχικός («ψυχολογική κατάσταση») 3. φρ. α) «ψυχολογικές δοκιμασίες και μετρήσεις» (ψυχολ.) η ψυχομετρία β) «ψυχολογική βία» βλ. βία γ) «ψυχολογική σχολή» (οικον.)… …   Dictionary of Greek

  • Θέρστοουν, Λούις Λέον — (Louis Leon Thurstone, 1887 – 1955). Αμερικανός ψυχομέτρης. Έλαβε το πτυχίο του ηλεκτρολόγου μηχανικού από το πανεπιστήμιο Κορνέλ, το 1912, και προσελήφθη αμέσως μετά από τον Τόμας Έντισον ως βοηθός του. Βελτίωσε την κινηματογραφική κάμερα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”